Το παιδί μου είναι έξυπνο αλλά δεν μαθαίνει

Η Δώρα είναι ένα έξυπνο παιδί. Δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας ή αναπηρία, είναι όμως συνεσταλμένη. Ακούω τη φωνή της από λίγο έως καθόλου κάθε μέρα. Έχει μείνει πίσω στην προετοιμασία για την Α’ τάξη (προανάγνωση, προγραφή, προμαθηματικά). Ενημέρωσα τους γονείς πως η Δώρα έχει Μαθησιακές Δυσκολίες. Γιατί όμως;
Τι συμβαίνει, όταν οι γονείς παίρνουν διαβεβαιώσεις από τους νηπιαγωγούς, ότι είναι υγιή και έξυπνα, ενώ εκείνα δεν μαθαίνουν και αντιμετωπίζουν προβλήματα συμπεριφοράς;
Η Δώρα είχε κάποια καθυστέρηση στο λόγο, προφορικό και γραπτό, πολύ χαμηλό κίνητρο για οποιαδήποτε μορφή μάθησης, τα παράταγε εύκολα, αντιμετώπιζε οτιδήποτε καινούργιο είτε με άρνηση είτε με έντονο άγχος, λόγω της μεγάλης της πίστης ότι δεν θα τα καταφέρει. Ήταν ένα ντροπαλό παιδί που απόφευγε την επαφή με άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα αν δεν τους ήξερε καλά, κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε στο σπίτι.
Η Δώρα ζούσε σε μια οικογένεια με ακόμα ένα παιδί και δυο γονείς αρκετά απαιτητικούς. Όταν εκείνη ήταν ακόμα μωρό, η μεγάλη της αδελφή αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Έζησε «ξεχασμένη» από τους γονείς για δύο σχεδόν χρόνια. Στα τρία της μιλούσε πολύ λίγο, δεν έπαιζε μόνη της και έκλαιγε πολύ συχνά για ασήμαντους λόγους.
Όταν το πρόβλημα υγείας της αδελφής της αντιμετωπίστηκε και υπήρχε πια χρόνος και χώρος για εκείνη, η Δώρα είχε μείνει ήδη πολύ «πίσω» γνωστικά και συναισθηματικά. Και ενώ θα μπορούσε μαζί με τους γονείς της να κερδίσουν το χαμένο χρόνο, αν ήταν υπομονετικοί και ενθαρρυντικοί, εκείνοι ήταν πολύ επικριτικοί μαζί της και τόνιζαν τα λάθη της. Έτσι η Δώρα επιβεβαίωσε την αρχική της πεποίθηση ότι δεν είναι αρκετά καλή γι’ αυτούς (την δόμησε όσο εκείνοι δεν ασχολούνταν μαζί της, δεν με φροντίζουν, άρα δεν το αξίζω, δεν με αγαπούν μιας και δεν με φροντίζουν), ότι δεν θα τα καταφέρει, αφού δεν είναι αρκετά καλή. Θλίψη και απόσυρση χαρακτήριζαν τη Δώρα, που σήμαινε πως δεν έπαιρνε πρωτοβουλία για παιχνίδι, δεν συμμετείχε στις δραστηριότητες του νηπιαγωγείου, άρα δεν μάθαινε. Δεν δημιουργούσε εύκολα σχέσεις με άλλα παιδιά, αφού κανείς δεν της «έμαθε» πώς είναι να έχεις ή με ποιο τρόπο θα την αποκτήσεις. Οι γονείς την πίεζαν κι εκείνη αντιδρούσε με κλάματα και έντονο άγχος.
Τα παιδιά μπορούν να μάθουν γιατί γεννιούνται με αυτή τη δυνατότητα. Θέλουν να μάθουν αυθόρμητα, φυσικά, γιατί γεννιούνται με αυτή την ενόρμηση. Θέλω να ζήσω, άρα θέλω να μάθω. Αυτός ο φυσικός αυθορμητισμός εξανεμίζεται, όταν τα παιδιά δεν αισθάνονται καλά, όταν δεν αισθάνονται ασφαλή. Όταν δηλαδή δεν αγαπιούνται, δεν είναι αποδεκτά από τους γονείς τους ακριβώς όπως είναι, όταν δεν τα φροντίζουν, όταν δεν τα οδηγούν οριοθετώντας τα. Δεν με αγαπούν, δεν με φροντίζουν, δεν με θέλουν όπως είμαι γιατί προφανώς δεν είμαι αρκετό, δεν είμαι καλό, δεν αξίζω. Τα παιδιά γεμίζουν με αρνητικά συναισθήματα, δυσφορούν και η πεποίθηση πως δεν είναι αρκετά καλά για να μπορούν να τα καταφέρουν, χαράσσεται βαθιά μέσα τους και τα εμποδίζει να θέλουν να παίξουν, δηλαδή να θέλουν να μάθουν. Οι Μαθησιακές Δυσκολίες μαζί με όλες τις άλλες κάνουν την εμφάνισή τους από το νηπιαγωγείο και συνεχίζουν να υπάρχουν και να ενδυναμώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολείου, αν δεν αλλάξει κάτι στον τρόπο που μεγαλώνουν το παιδί οι γονείς του.
Αγαπήστε τα παιδιά σας, καλύψτε τις βασικές συναισθηματικές ανάγκες τους κι εκείνα θα θέλουν να μάθουν, γιατί θα θέλουν να ζήσουν.