Η πρώτη αγωνία των γονιών όταν βλέπουν για πρώτη φορά το παιδί τους είναι, αν είναι ένα υγιές παιδί. Αυτή βέβαια είναι μια αγωνία που θα κρατήσει όσο ζουν. Η δεύτερη αγωνία που τους ακολουθεί μέχρι τις πρώτες τουλάχιστον τάξεις του Δημοτικού είναι, αν το παιδί τους είναι έξυπνο και η επόμενη, αν είναι τόσο έξυπνο, που να μπορεί να είναι ένας καλός μαθητής. Αυτό όμως που διαφεύγει από τους περισσότερους είναι πως δεν είναι αυτή η εξυπνάδα που θα βοηθήσει τα παιδιά τους να τα βγάλουν πέρα, όταν εκείνα έρθουν αντιμέτωπα με ένα κακό βαθμό, με μία κακή κριτική από το δάσκαλό τους, με ένα μάθημα που τα δυσκολεύει κ.α. Δεν είναι λοιπόν η διανοητική τους νοημοσύνη (IQ) που τα βοηθά να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του σχολείου, αλλά η συναισθηματική νοημοσύνη τους (EQ). Τα παιδιά που είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν τη μάθηση σα πρόκληση, τα παιδιά που μαθαίνουν πιο εύκολα, τα παιδιά που θέλουν να μάθουν ακόμα κι αν ξέρουν ότι πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να μην τα καταφέρουν, είναι τα συναισθηματικά έξυπνα παιδιά.
Τι είναι η συναισθηματική νοημοσύνη (EQ);
Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι ένα δείκτης του πόσο συναισθηματικά έξυπνοι είμαστε. Δεν είναι ένας σταθερός δείκτης. Αυτό σημαίνει πως αυξάνεται ή μειώνεται ανάλογα με τα ερεθίσματα που παίρνουμε από το περιβάλλον μας (όπως και η διανοητική νοημοσύνη), από το τι τελικά μαθαίνουμε για τα συναισθήματα.
Η συναισθηματική νοημοσύνη περιλαμβάνει 5 δεξιότητες:
1. Αυτοεπίγνωση. Αυτοεπίγνωση έχω, όταν κατανοώ πώς αισθάνομαι. Όταν γνωρίζω ποιο είναι το συναίσθημά μου ή τα συναισθήματά μου τώρα που σκέφτομαι, πριν που με πρόσβαλαν, χθες που ήμουν με τους φίλους μου.
2. Αυτοέλεγχος. Αφού έχω αναγνωρίσει πώς αισθάνομαι, έχω αυτοέλεγχο όταν μπορώ να επεξεργαστώ αυτό που αισθάνομαι με τέτοιο τρόπο, ώστε να αυτορρυθμίζομαι. Μπορώ δηλαδή να κατανοήσω γιατί αισθάνομαι έτσι, ποια είναι η αιτία και έπειτα μπορώ να ελέγξω το συναίσθημα αυτό και να αποφασίσω τι θα κάνω γι’ αυτό, χωρίς να δημιουργώ πρόβλημα στον εαυτό μου. Μπορώ λοιπόν να ρυθμίσω αυτό που αισθάνομαι, αυτό που σκέφτομαι και αυτό που θα κάνω με τρόπο ιδανικό για μένα.
3. Ενσυναίσθηση. Ενσυναίσθηση έχω όταν μπορώ να μπω στη θέση του άλλου χωρίς αυτό να με επηρεάσει. Τι σημαίνει αυτό; Ότι μπορώ να κατανοήσω τα συναισθήματα του άλλου και τους λόγους που τα προκάλεσαν, δίχως να επηρεάζουν αυτή την κατανόησή μου οι δικές μου αντιλήψεις και χωρίς τελικά να επηρεάζομαι εγώ συναισθηματικά.
4. Προσωπικά κίνητρα. Το να έχει κανείς προσωπικά κίνητρα να συνεχίσει να προχωρά ακόμα κι αν έχει «φάει» ένα γερό χαστούκι. Το να έχει ένας μαθητής τη θέληση να συνεχίσει να πρσπαθεί ακόμα κι αν πήρε ένα κακό βαθμό. Να είναι αισιόδοξος.
5. Κοινωνικές δεξιότητες. Να μπορώ να επικοινωνήσω, να μπορώ να κάνω φιλίες και μάλιστα σταθερές, να μπορώ να συνεργαστώ, να μπορώ να ηγηθώ και να κατευθύνω, να οργανώσω.
Με ποιο τρόπο επηρεάζει ο δείκτης συναισθηματικής νοημοσύνης ένα μαθητή;
Ο Μάκης είναι 7 ετών και πηγαίνει στην Β’ τάξη. Αν και είναι έξυπνος δεν είναι αρκετά σταθερός μαθητής. Αρχίζει δηλαδή καλά κι έπειτα «κάνει κοιλιά». Κάποια στιγμή τα πηγαίνει καλύτερα και ξαφνικά «ξανακάνει κοιλιά», όπως λέει η δασκάλα του. Αυτό που την ανησυχεί περισσότερο είναι που αισθάνεται πως δεν μπορεί πια να του κάνει παρατηρήσεις και να τον διορθώνει, όταν κάνει λάθος. Πιστεύει πως το παίρνει κατάκαρδα κάθε φορά που δεν δίνει τη σωστή απάντηση, γι’αυτό πια σπάνια σηκώνει το χέρι του. Παρατήρησε επίσης ότι όταν τα παιδιά δουλεύουν σε ομάδες, ο Μάκης δε λέει πια τη γνώμη του, παρά μόνο ακούει κι αυτό πάλι δεν είναι σίγουρο.
Ο Μάκης, όπως και πολλά άλλα παιδιά, φαίνεται να έχει χαμηλό δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης. Τα συναισθήματά του επηρεάζουν αρνητικά τη μάθησή του, ενώ το επιθυμητό είναι να την επηρεάζουν θετικά. Δυσκολεύεται λοιπόν να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του με ωφέλιμο για εκείνο τρόπο. Αφού δεν επεξεργάζεται τα συναισθήματά του με το σωστό τρόπο εκείνα επηρεάζουν τη σκέψη του κι εκείνη με τη σειρά της τη συμπεριφορά του. Δεν μπορεί δηλαδή να αυτορρυθμιστεί. Αισθάνομαι πολύ λυπημένος που δεν πήρα καλό βαθμό, δεν είμαι αρκετά καλός, είμαι χαζός. Ο Μάκης δηλαδή καταλαβαίνει πώς αισθάνεται αλλά αποδίδει την αιτία της δυσφορίας του στο ότι δεν είναι έξυπνος. Το αποτέλεσμα είναι να γυρνά σπίτι και να μη διαβάζει γιατί πιστεύει πως δεν θα τα καταφέρει (χαμηλός αυτοέλεγχος). Επιπλέον δεν είναι καθόλου αισιόδοξος, πιστεύει δηλαδή πως δύσκολα θα μπορέσει να γίνει καλός μαθητής πια (χαμηλά προσωπικά κίνητρα). Στην τάξη δεν συνεργάζεται πλέον ούτε με τη δασκάλα του, ούτε με τους συμμαθητές του γιατί ντρέπεται και πιστεύει πως το πιο πιθανό είναι να γίνει ρεζίλι (χαμηλές κοινωνικές δεξιότητες). Το αποτέλεσμα είναι να μην μαθαίνει, να μην προοδεύει μαθησιακά.
Όταν λοιπόν ένας μαθητής δυσκολεύεται να ρυθμίσει τα συναισθήματά του, τη σκέψη του και τη συμπεριφορά του, όταν δεν επιμένει ακόμα κι όταν τα πράγματα πάνε στραβά, όταν δεν μπορεί να εργαστεί σε ομάδες, εμποδίζεται η μαθησιακή διαδικασία.
Τα εμπόδια θα σταματήσουν μόνο αν κάποιος τον εκπαιδεύσει συναισθηματικά. Κάτι αναγκαίο από τη στιγμή της γέννησης. Είναι ανάγκη να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας καθημερινά στην αυτοεπίγνωση, τον αυτοέλεγχο, την ενσυναίσθηση και τις κοινωνικές τους δεξιότητες. Είναι ανάγκη όλοι οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοι να διαθέτουν σε ικανοποιητικό βαθμό αυτές τις δεξιότητες για να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους. Τα οφέλη θα είναι πολλαπλά και δεν θα σχετίζονται μόνο με τη μάθηση. Πώς όμως;