Γιατί να διαβάσω μαμά; Μέρος 1ο

«Που πήγε η όρεξή σου παιδί μου;», λένε πολλοί γονείς στα παιδιά τους και οι αντίστοιχοι δάσκαλοι στους μαθητές τους. «Θυμάσαι πώς ξεκίνησες το Σεπτέμβρη;», συνεχίζουν και απορούν, πώς είναι δυνατό να χάνεται τόσο εύκολα το κίνητρο ενός παιδιού για μάθηση. «Χαιρόσουν με όλα τότε! Με την καινούργια σου τσάντα, τα καινούργια σου τετράδια… Περίμενες πότε θα έρθει η ώρα να τα χρησιμοποιήσεις! Κι όταν αρχίσατε, θυμάσαι πόσο σωστός με το πρόγραμμα ήθελες να είσαι; Γύρναγες απ’ το σχολείο, έτρωγες και πήγαινες κατευθείαν για διάβασμα, για να μπορείς να παίξεις μετά. Πού πήγαν όλα αυτά;».
Οι γονείς αναρωτιούνται πού πήγε το χαμένο κίνητρο των παιδιών τους, κάπου στη μέση της χρονιάς και αρχίζουν να «τάζουν» πράγματα για να τα κινητοποιήσουν ή ακόμα χειρότερα να τα φωνάζουν και να τα απειλούν. Οι δάσκαλοι όμως ξέρουν ότι το εσωτερικό κίνητρο των παιδιών είναι το πιο αποτελεσματικό. Η χαρά που μου δίνει, το να μαθαίνω, είναι πιο αποδοτικό και με μεγαλύτερη διάρκεια κίνητρο. Η χαρά της μάθησης, να χαίρομαι που μαθαίνω είναι ένα κίνητρο, που είναι πιο σίγουρο ότι θα βοηθήσει το παιδί να συνεχίσει ακόμα κι αν κουράστηκε, από την υπόσχεση για ένα καινούργιο ποδήλατο (εξωτερικό κίνητρο).
Το να βοηθήσεις ένα παιδί να βρει τη χαρά της μάθησης είναι πράγμα πολύ πιο δύσκολο, από το να τάξεις στο παιδί ένα παιχνίδι ή να αφαιρέσεις ένα παιχνίδι ή να κόψεις την τηλεόραση τα σαββατοκύριακα. Ή μήπως όχι;
Ποιες είναι οι δυσκολίες;
> Ο φόβος της αποτυχίας. «Άραγε, αν κάνω λάθος, θα έχω αποτύχει; Αν δεν γράψω καλά στο διαγώνισμα, θα έχω αποτύχει; Αν δεν πάρω τους βαθμούς, που περίμενα; Αν δεν κάνω τους γονείς μου χαρούμενους; Ναι, θα έχω αποτύχει. Θα είμαι ένας αποτυχημένος χαζός! Και οι γονείς βάζουν το χέρι τους στην ανατροφοδότηση των παραπάνω δυσλειτουργικών σκέψεων: Διάβασε παραπάνω, λοιπόν! Πρέπει να είσαι καλός, πρέπει να είσαι διαβασμένος, πρέπει να είσαι σωστός, δεν πρέπει να κάνεις λάθη και ένα να κάνεις, αυτό σημαίνει πως θα μπορούσες να διαβάσεις περισσότερο, πάντα υπάρχει λόγος για λίγο περισσότερο διάβασμα, δεν βλάπτει το περισσότερο αλλά το λιγότερο, διάβασες τα μαθήματά σου τέλεια;». Και, όταν έρθουν οι καλοί βαθμοί, « μπράβο σου, τώρα είσαι σωστός, τώρα είσαι καλός» ή ακόμα χειρότερα, «ωραία, αυτό άλλωστε θα έπρεπε να κάνεις, να διαβάζεις, για να παίρνεις καλούς βαθμούς», » η δουλειά των παιδιών αυτή ακριβώς είναι, να πηγαίνουν σχολείο και να είναι τυπικά στις υποχρεώσεις τους και οι μεγάλοι να πηγαίνουν στη δική τους δουλειά, για να φέρνουν λεφτά στο σπίτι για την οικογένεια». Επιπλέον άσχετα από το σχολείο τροφοδοτούν τη δημιουργία δυσλειτουργικών σκέψεων λέγοντας για παράδειγμα: «Τι κάνεις εκεί; Δεν το κάνεις καλά! Δώσε το σε μένα! Έλα, δεν είναι δύσκολο, θα το κάνω εγώ. Πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε παιδί μου. Κοίτα πως έγινες! Καλά δεν προσέχεις καθόλου; Τι σου είχα πει; Όχι, όχι, όχι μην το αγγίζεις αυτό, θα το χαλάσεις! Γιατί δεν προσπαθείς; Δεν είσαι καθόλου υπομονετικός! Άχρηστος είσαι, δεν πιάνουν καθόλου τα χέρια σου! Αυτό γίνεται έτσι… Καλά πώς σου είπα εγώ να το κάνεις; Άλλαξέ το! Πώς αισθάνεστε; Μήπως αγχωθήκατε;
> Η έλλειψη προκλήσεων βασισμένων στις ανάγκες του παιδιού. Το διάβασμα στο σπίτι αλλά και η ίδια η μαθησιακή διαδικασία στο σχολείο μπορεί να κάνει το παιδί να βαρεθεί. Ένα παιδί χαρισματικό θα βαρεθεί, γιατί ότι διδάσκεται το γνωρίζει ήδη ή του φαίνεται πολύ απλό ή αυτονόητο, ενώ ένα παιδί που έχει μείνει πίσω σε σχέση με τους συμμαθητές του, θα βαρεθεί γιατί δεν μπορεί να παρακολουθήσει την πορεία του μαθήματος.
> Η έλλειψη νοήματος. Πολλές είναι οι φορές που οι μαθητές δεν βρίσκουν κανένα νόημα σε αυτό που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν. Δίνουν νόημα στο διάλειμμα και το παιχνίδι ή την παρέα με τους φίλους τους, αλλά όχι στο ίδιο το μάθημα. Αυτό συμβαίνει γιατί το παιχνίδι και οι φίλοι τους καλύπτουν την ανάγκη για χαρά και μάθηση, ενώ το μάθημα ή το διάβασμα όχι. Η μάθηση και η χαρά πρέπει να πηγαίνουν μαζί. Δεν μπορούν να καταλάβουν για ποιο λόγο να διαβάζουν, να γράφουν, να υπολογίζουν, αφού δεν περνάνε καλά. Τα παιδιά μαθαίνουν «εύκολα», μαθαίνουν γιατί έχουν την ανάγκη να μάθουν, μέσα από το βίωμα, μαθαίνουν ζώντας, μαθαίνουν παίζοντας, μαθαίνουν, όταν βρίσκουν αυτό, που κάποιος προσπαθεί να τους μάθει, μέσα στην ζωή τους, μαθαίνουν όταν αυτό που κάνουν τους δίνει για κάποιο λόγο χαρά ( μου αρέσει να ακούω και να συνεργάζομαι με το δάσκαλό μου, μου αρέσει που κάνουμε ομάδες στην τάξη και προσπαθούμε συνεργαζόμενοι να νικήσουμε την άλλη ομάδα, μου αρέσει να μελετάμε γεωγραφία γιατί με κάνει να ταξιδεύω σε άλλους τόπους που θα ήθελα να γνωρίσω κ.α).
> Τα προβλήματα σε επίπεδο συναισθήματος. Παιδιά με συναισθηματικά προβλήματα, παιδιά με άγχος ή κατάθλιψη, παιδιά που δεν καλύπτονται οι βασικές συναισθηματικές τους ανάγκες, αντιμετωπίζουν προβλήματα στην παρακολούθηση του μαθήματος αλλά και στο διάβασμα στο σπίτι. Παιδιά με συναισθηματικά προβλήματα χάνουν εύκολα την προσοχή τους ή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν εύκολα. Το αποτέλεσμα είναι να χάνουν από το μάθημα, να μην μπορούν να παρακολουθήσουν και να συμμετέχουν ενεργά ή έστω παθητικά, όπως οι συμμαθητές τους χωρίς τέτοια προβλήματα. Οι συνέπειες της διάσπασης προσοχής κατά τη διάρκεια του μαθήματος, φαίνονται και στο σπίτι όταν τα παιδιά προσπαθούν να διαβάσουν ή να κάνουν τις εργασίες τους και τους φαίνονται όλα καινούργια. Το πρόβλημα στο σπίτι εντείνεται και από τη δυσκολία συγκέντρωσης που έτσι κι αλλιώς θα εμφανιστεί.
> Η επιθυμία για προσοχή. Ένα ήσυχο και υπάκουο παιδί μπορεί να μην παίρνει τόση προσοχή όση ένα παιδί «ταραξίας». Ένα εσωστρεφές παιδί απασχολεί πολύ λιγότερο τους γονείς από το εξωστρεφές αδελφάκι του. Οι γονείς συνήθως προσέχουν περισσότερο τη φασαρία από την ησυχία. Ένα ήσυχο παιδί λοιπόν μπορεί να τραβήξει την προσοχή των γονιών του με τη σχολική του επίδοση (όχι ότι δεν θα το κάνει ένα εξωστρεφές παιδί). Κι αυτό μπορεί να μην είναι μόνο κακό τελικά ( όπως και όλα τα συμπτώματα), γιατί θα αποτελέσει ένα καμπανάκι για τους γονείς, « κάτι κακό συμβαίνει εδώ, κάτι μου συμβαίνει, ασχοληθείτε μαζί μου, το έχω ανάγκη, σας έχω ανάγκη.
Συνεχίζεται στο Μέρος 2ο…Τι πρέπει να κάνετε;