«Μα τι έχουν πάθει όλοι; Γιατί δεν την αφήνουν να κλάψει επιτέλους; Πως γίνεται να μην καταλαβαίνουν;». Πολύ συχνά πια κάνω αυτές τις ερωτήσεις και ανησυχώ. Ανησυχώ για ένα κόσμο γύρω μου με ελάχιστη κατανόηση του πόνου, με μικρή ανοχή στην πλήρη έκφραση συναισθημάτων τόσο των ευχάριστων όσο και των δυσάρεστων, με λιγοστή τρυφερότητα, με υπερβολική αυστηρότητα. Ανησυχώ για ένα κόσμο γύρω μου που δεν αφήνει τα παιδιά να εκφράσουν τη λύπη, το θυμό τους, την κούραση τους, την απογοήτευσή τους, την ανησυχία τους, για ένα κόσμο που καθημερινά μαθαίνει στα παιδιά ότι το κλάμα δεν επιτρέπεται γιατί αυτό τα κάνει λιγότερο καλά παιδιά, συνδέοντας παράλογα την μη έκφραση δυσάρεστων συναισθημάτων με την αύξηση της προσωπικής αξίας.
Πόσο ευεργετικό είναι ένα καλό κλάμα…! Ένα κλάμα πλήρες, που αφήνεις το παιδάκι σου να κλάψει και να σταματήσει όταν εκείνο είναι έτοιμο, όταν εκείνο δεν έχει ούτε άλλο κλάμα, ούτε άλλα δάκρυα. Πόσο ευεργετικό είναι ένα κλάμα στην αγκαλιά σας λέγοντάς του όχι μόνο ότι δεν πειράζει να κλαίει αλλά και ότι μπορεί να κλάψει όσο το έχει ανάγκη, ενώ πριν από λίγο φώναζε θυμωμένα ότι δεν θέλει να φύγει ακόμα από το πάρτι και οι περισσότεροι γονείς θα έκαναν ακριβώς το αντίθετο, θα έκλειναν την αγκαλιά τους για το παιδί τους και θα την άνοιγαν για το θυμό τους. Πόσο ωφέλιμο είναι για το παιδάκι σου να κλάψει όσο το έχει ανάγκη, όταν στην πραγματικότητα δεν έχει τα λόγια να εκφράσει τον πόνο του για οτιδήποτε, τουλάχιστον όσο τα παιδιά σχολικής ηλικίας. Άφησέ το να κλάψει για να πει ότι έχει να πει, να «βγάλει» όλο τον πόνο, την απογοήτευση, τη στενοχώρια, το θυμό του.
Άφησέ το να εκφραστεί πλήρως μέσω του κλάματος και ύστερα θα δεις, θα έρθει η γαλήνη. Το κλάμα έχει τη δύναμη να «καθαρίζει» κάθε δυσάρεστο συναίσθημα μόνο υπό μία προϋπόθεση όμως. Ποια είναι αυτή; Την άδεια του γονέα! Ναι! Χρειάζεται να δώσετε στο παιδάκι σας την άδεια να κλάψει! Αν δώσετε στο παιδί σας το δικαίωμα να διαφωνεί, να πονά (εμβόλιο, χτύπημα), να μην αποδέχεται και γι’αυτό να στενοχωριέται, να θυμώνει, να απογοητεύεται κι έτσι να κλαίει, τότε η στάση σας, όταν εκείνο κλαίει, θα δείχνει πως είστε δίπλα του και όχι απέναντί του. Η γαλήνη μετά το κλάμα έρχεται μόνο όταν συνοδεύετε το παιδάκι σας στο κλάμα του. Το κλάμα φέρνει την κάθαρση και τη γαλήνη μόνο όταν ο γονιός με την αγκαλιά του, το χάδι του, με το «δεν πειράζει να κλαις, κλάψε όσο το έχεις ανάγκη, είμαι εδώ για σένα», δείχνει στο παιδί του ότι κατανοεί τον πόνο του, τη δυσφορία του, ότι καταλαβαίνει πόσο δύσκολα αισθάνεται και πως εκείνος θα είναι το στήριγμά του, όπως πάντα.
Αντίθετα, αν ο γονιός θυμώνει όταν το παιδί του κλαίει ή αισθάνεται άβολα και του δημιουργεί ενοχές ή με το τρόπο του αποθαρρύνει το παιδάκι του από το να εκφραστεί μέσω του κλάματος, τότε εκείνο θα σταματήσει να κλαίει είτε από ντροπή είτε μετά από αρκετή ώρα λόγω της κούρασής του (σωματικής, συναισθηματικής). Ο γονιός βέβαια ανακουφίζεται γιατί το κλάμα έχει σταματήσει αλλά και γιατί πιστεύει ότι όσα έμαθε στο παιδί του θα του χρησιμεύσουν την επόμενη φορά που θα θελήσει να κλάψει. Θα το αποτρέψουν δηλαδή. Τι μαθαίνει λοιπόν το παιδί; Τι κερδίζει από την αντίδραση του μπαμπά ή της μαμάς;
Για να δούμε μερικά από τα «επιχειρήματα» στα οποία στηρίζουν οι γονείς την άποψή τους κατά του κλάματος:
–«Έλα τώρα, πάει πέρασε (πόνος)! Τι κάνεις έτσι;». Το παιδάκι πονά ακόμα σωματικά αλλά και συναισθηματικά. Οι γονείς του υποτιμούν τον σωματικό του πόνο και παραβλέπουν τον συναισθηματικό. Θεωρούν ή κάνουν πως δεν υπάρχει. Το παιδί μαθαίνει να μην εμπιστεύεται τις αισθήσεις και τα συναισθήματά του. Παράλληλα διαπιστώνει πως όταν κάποιος αισθάνεται άσχημα δεν βρίσκει κατανόηση ή μήπως έτσι πρέπει να είναι, αναρωτιέται. Η σχέση γονιού παιδιού πληγώνεται ελλείψει κατανόησης ενώ παράλληλα χάνεται μια πολύ καλή ευκαιρία το παιδί να «εκπαιδευτεί» στην ενσυναίσθηση, αφού κανείς δεν την έδειξε σε εκείνο.
–«Ποιος κλαίει…;!!! ή Ποιος κλαίει πάλι;», με έντονη χροιά ψέγους και απογοήτευσης. Το παιδί μαθαίνει ότι το να κλαις σε κάνει «ελαττωματικό», λιγότερο καλό, μαθαίνει πως δεν επιτρέπεται να κλαίμε. Μαθαίνει πως όταν κλαίμε ευθυνόμαστε εμείς για την απογοήτευση, τη δυσφορία, ,το θυμό, τη στενοχώρια της μαμάς ή του μπαμπά που μας λέει «πάλι κλαις;». Το παιδί φορτώνεται με βάρη που ούτε είναι δικά του ούτε μπορεί να τα σηκώσει χωρίς δυσάρεστες συνέπειες.
–«Μην κλαις εσύ είσαι γενναία/ος!». Τα παιδιά μαθαίνουν ότι οι γενναίοι δεν κλαίνε, ότι όποιος κλαίει δεν είναι γενναίος, ότι εφόσον κλαίνε μάλλον δεν είναι γενναία. Από τον τόνο του γονιού μαθαίνουν πως μάλλον θα έπρεπε να είναι γενναία (τα περισσότερα παιδιά μικρής ηλικίας δεν κατανοούν την έννοια παρά μόνο το πρόσημο της λέξης) αλλά εκείνα δεν είναι, αφού συνεχίζουν ή είναι πια και σταματούν το κλάμα.
–Μην κλαις!!! Σκέτο αυτή τη φορά, χωρίς επιχείρημα. Μαθαίνει στα παιδιά πως δεν επιτρέπεται το κλάμα και τίποτε άλλο. δυστυχώς!
Τι θα έπρεπε να μαθαίνει το παιδί κάθε φορά που κλαίει; Το πιο σημαντικό μάθημα είναι α) ότι το κλάμα δεν είναι μόνο επιτρεπτό αλλά και επιθυμητό γιατί θα με βοηθήσει να ξεσπάσω, θα με βοηθήσει να εκφράσω ότι με κάνει να δυσφορώ και όταν τελειώσει πιθανά να βλέπω τα πράγματα καλύτερα, πιο καθαρά (πράγμα που έχει νευροβιολογική βάση, αν δηλαδή δεν εκφραστεί πλήρως το συναίσθημα, ο προμετωπιαίος φλοιός που ευθύνεται για τις αποφάσεις μας, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά).β) Όλα τα συναισθήματά μου είναι αποδεκτά και καλά, το ίδιο κι εγώ. γ)Το κλάμα είναι δικαίωμά μου, είναι κάτι που μπορώ να κάνω είτε μου το επιτρέπει κάποιος είτε όχι, όπως όταν εκφράζω ελεύθερα τη γνώμη μου χωρίς αυτή να επηρεάζεται από τη γνώμη των άλλων. δ) Αν στενοχωριέμαι ή θυμώνω και κλαίω γιατί διαφωνώ με τη μαμά ή τον μπαμπά ή δεν μπορώ να αποδεχτώ μια κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει, αυτό δεν μας φέρνει απέναντι. Η μαμά και ο μπαμπάς με αγαπούν ακόμη και είναι δίπλα μου για να με στηρίξουν, για να μου απαλύνουν τον πόνο μου υπενθυμίζοντάς μου πως με αγαπούν και πως είναι εδώ για μένα. Τι όμορφα που είναι όταν διαφωνούμε αγκαλιασμένοι! Τι σπουδαία μαθήματα για ένα παιδί! Διαφωνείτε;
Δεν θα ήταν καλύτερος ο κόσμος μας αν μπορούσαμε να εκφράσουμε ότι αισθανόμαστε και ότι σκεφτόμαστε, όπως ακριβώς είναι; Αν μπορούσαμε να είμαστε ο εαυτός μας. Δεν θα ήταν καλύτερος ο κόσμος μας αν οι γονείς έδειχναν σεβασμό στα παιδιά τους ακούγοντας όσα είχαν να πουν, αν προσπαθούσαν να κατανοήσουν όσα άκουγαν ρωτώντας, αν αποδέχονταν τα συναισθήματα των παιδιών τους κι έτσι και τα ίδια, αν έδειχναν με τη στάση και τα λόγια τους ότι θα τα αγαπούν ότι κι αν γίνει, αν ήταν περισσότερο τρυφεροί και λιγότερο έως καθόλου επικριτικοί κι έτσι αποτελούσαν ένα υπέροχο παράδειγμα σεβασμού της έκφρασης, της ύπαρξης κάθε ανθρώπου; Ε, δεν θα ήταν;
Οι γονείς μπορούν να κάνουν θαύματα!