Το διαζύγιο για δύο γονείς είναι μια διαδικασία δύσκολη. Δεν αφορά μόνο τους ίδιους αλλά και τα παιδιά τους. Οι γονείς δεν έχουν να διαχειριστούν μόνο τις δικές τους «δύσκολες» σκέψεις για τις αιτίες του χωρισμού, για το τι σημαίνει για τους ίδιους ο χωρισμός, τι θα σημάνει ο χωρισμός για την υπόλοιπη ζωή τους κ.α. Δεν έχουν να διαχειριστούν μόνο βαθιά και δύσκολα συναισθήματα τα οποία μπορεί να φέρουν πολύ πριν φτάσουν στο χωρισμό και πολύ μετά από αυτόν. Δεν έχουν να διαχειριστούν μόνο τα διαδικαστικά του διαζυγίου- που και από μόνα τους πολλές φορές μπορεί να γίνουν πολύ οδυνηρά- το πως θα πορευτούν από εδώ και πέρα ως οικογένεια. Επωμίζονται και το δύσκολο έργο τόσο της ανακοίνωσης του διαζυγίου στα παιδιά τους όσο και το πώς θα επεξεργαστούν και τελικά θα κατανοήσουν τα παιδιά τη νέα κατάσταση, τις αλλαγές και ως αποτέλεσμα αυτών, όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα, που θα τα κατακλύσουν. Το βάρος τεράστιο και για τους δύο γονείς. Η προσοχή τους στραμμένη στα παιδιά τους. «Δεν θέλω να πληγωθούν…». Η πιο συχνή φράση γονιών που χωρίζουν. Σε αυτά τα πλαίσια δεν είναι καθόλου σπάνιο οι γονείς να αποφεύγουν λέξεις, όπως «διαζύγιο» και «χωρισμός», φράσεις, όπως «η μαμά και ο μπαμπάς θα πάρουν διαζύγιο ή θα χωρίσουν», έχοντας στο μυαλό τους, ότι αποφεύγοντάς τες, θα αποφύγουν να πληγώσουν τα παιδιά τους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και όταν πεθαίνει ένα αγαπημένο πρόσωπο της οικογένειας. Οι λέξεις «θάνατος», «πέθανε» μπορούν να γίνουν ταμπού για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Παράλληλα ο φόβος των γονιών αυξάνεται κατακόρυφα, όσο πιο μικρή είναι η ηλικία των παιδιών τους.

Γιατί λοιπόν φοβόμαστε τόσο πολύ τις λέξεις; Ή μήπως δεν είναι αυτό το θέμα;

Ο φόβος για συγκεκριμένες λέξεις είναι ένας φόβος, που μαθαίνεται. Είναι ένας φόβος, που μάθαμε από τους γονείς μας κι εκείνοι από τους δικούς τους, ενώ η κοινωνία κάθε γενιάς ερχόταν και συνεχίζει να έρχεται να τον αναγνωρίσει. να τον επιβεβαιώσει, να τον δικαιολογήσει, να τον ενισχύσει με τη στάση της. Ο φόβος για τις λέξεις «πέθανε» ή «χωρίζω» και η αποφυγή της χρήσης τους στην καθημερινή επικοινωνία μας με τα παιδιά, είναι κάτι, που μας «βόλευε» και συνεχίζει να μας «βολεύει», όσο εμείς συνεχίζουμε να αποφεύγουμε σκόπιμα δυσάρεστες σκέψεις και συναισθήματα. Πηγάζει από τη δική μας αίσθηση ή και αντίληψη ότι είμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα, που γεννά ένας θάνατος ή ένας χωρισμός (άλλωστε κάθε χωρισμός αποτελεί ένα μικρό θάνατο, τον οποίο πενθούμε, επεξεργαζόμαστε, κατανοούμε και τελικά αποδεχόμαστε). Πηγάζει από τη δική μας αίσθηση ή και αντίληψη ότι είμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα, που γεννά η σκέψη ότι «με την ανακοίνωση τα παιδιά μου θα πληγωθούν», από την αίσθηση ή και αντίληψη ότι είμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματά μας μπροστά στα συναισθήματα, που θα εκφράσουν τα παιδιά μας και τέλος από την αίσθηση ή και αντίληψη, ότι είμαστε ανήμποροι να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματα των παιδιών μας. Και τελικά τι κάνουμε εφόσον αισθανόμαστε ή λέμε ότι είμαστε ανήμποροι; Αποφεύγουμε τις λέξεις.

Το χειρότερο, που μπορεί να συμβεί φυσικά δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι να αποφύγουμε τα συναισθήματα. Να αποφύγουμε με τις λέξεις, τις πράξεις, το πρόσωπο, το σώμα να εκφράσουμε και να λάβουμε συναισθήματα και ακόμα χειρότερα να εμποδίσουμε με τις παραπάνω αποφυγές να εκφραστούν συναισθήματα ή και να δείξουμε ότι: «δεν μπορείς να τα εκφράσεις, γιατί εγώ δεν επιθυμώ να τα λάβω ή δεν θα είμαι εδώ για να τα λάβω ή γιατί απλά δεν υπάρχουν ή δεν θα έπρεπε να υπάρχουν». Όσο πολύπλοκο κι αν σας φαίνεται, αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των συναισθημάτων χρησιμοποιείται κατά κόρον από γονείς και μη, απευθυνόμενοι στα παιδιά τους και όχι μόνο, για το θάνατο και για το χωρισμό αλλά και στην διαχείριση της καθημερινότητας, ουσιαστικά αποφεύγοντας τη σχέση μαζί τους.

Οι λέξεις στην πραγματικότητα είναι ουδέτερες. Υπάρχουν λόγια και λέξεις σκληρές, που θα έπρεπε να αποφεύγονται και είναι αυτές που προσβάλλουν, υποτιμούν, μειώνουν την αξία κάποιου, τον πληγώνουν, τον κακοποιούν. Επίσης υπάρχουν προθέσεις και συναισθήματα, που κρύβονται πίσω από ουδέτερα λόγια, που σκοπό έχουν και καταλήγουν να κακοποιούν. Κάτι τέτοιο όμως δεν έχει καμία σχέση με τις λέξεις «πέθανε», «θάνατος», «διαζύγιο», «χωρισμός». Εκτός κι αν κάποιος έχει την πρόθεση να κακοποιήσει χρησιμοποιώντας τες. Τότε, φυσικά, θα το καταφέρει. Οι λέξεις αυτές λοιπόν είναι ουδέτερες, δεν είναι δύσκολες για κανένα. Αυτό που είναι δύσκολο, είναι η κατάσταση στην οποία αναφέρεται το νόημα της καθεμιάς. Ο ίδιος ο χωρισμός, ο ίδιος ο θάνατος, η επεξεργασία, η κατανόηση, η αποδοχή της έννοιας, των συναισθημάτων και της ίδιας της κατάστασης και των αλλαγών, που αυτή φέρνει στους γονείς και τα παιδιά, είναι το δύσκολο.

Τα παιδιά λοιπόν δεν αντιμετωπίζουν τις λέξεις, αλλά τα συναισθήματα που τους προκαλεί το νόημά τους, τα συναισθήματα που τους προκαλεί η νέα κατάσταση στη ζωή τους, όπως την βιώνουν τη στιγμή της ανακοίνωσης αλλά και όπως θα συνεχίσουν να τη βιώνουν και μετά. Αν λοιπόν ένας γονιός πει στο παιδί του, ότι ο μπαμπάς θα φύγει από το σπίτι, γιατί δεν αγαπιούνται πλέον με τη μαμά, αποφεύγοντας ηθελημένα τη λέξη «διαζύγιο» ή αν κάποιος άλλος πει ότι χθες χάσαμε τον παππού και δεν θα τον δούμε πια ξανά, αποφεύγοντας ηθελημένα τη λέξη «πέθανε», τι θα έχει στην πραγματικότητα αποφύγει; Θα έχει αποφύγει να μάθει ή αργότερα να βιώσει στην καθημερινότητά του το παιδί, το χωρισμό ή το θάνατο; Όχι. Αντίθετα, όταν κάποιος καταβάλει μεγάλη γνωστική και συναισθηματική προσπάθεια να αποφύγει λέξεις, άρα σκέψεις και συναισθήματα στέλνει μηνύματα στο παιδί του ,ότι για κάποιο λόγο θα έπρεπε να φοβόμαστε, για κάποιο επιπλέον λόγο θα έπρεπε να αισθανόμαστε άσχημα. Τα παιδιά έχουν αρκετά δικά τους δυσάρεστα συναισθήματα να διαχειριστούν, ας μην τους προσθέτουμε και τα δικά μας.

Επικεντρωθείτε λοιπόν στα συναισθήματα. Ανοίξτε τους την πόρτα σας, όταν σας την χτυπήσουν. Καλωσορίστε τα. Όσο δεν το κάνετε, τόσο πιο δυνατά θα χτυπούν, τόσο πιο συχνά και έντονα θα επανέρχονται. Μιλήστε μαζί τους. Προσπαθήστε να τα γνωρίσετε. Μάθετε ποια είναι και από «πού κρατά η σκούφια τους». Ότι έχουν να σας πουν, προσπαθήστε να το κατανοήσετε. Δείξτε περιέργεια, κάντε ερωτήσεις: γιατί, πώς, τι σημαίνει αυτό για μένα/ σένα, πώς με κάνει να αισθάνομαι αυτό που μου λες, πώς αισθάνεσαι εσύ για αυτό που λες/ λέω. Να είστε όμως υπομονετικοί. Θα χρειαστεί να κάνετε πολλές τέτοιες συζητήσεις. Θα χρειαστεί ακόμα και να παίξετε μαζί τους. Και όλα αυτά για να μπορέσετε να τα κατανοήσετε με σκοπό να τα αποδεχτείτε και να συνεχίσετε τη ζωή σας χωρίς να σας εμποδίζει. Δείξτε αγάπη, φροντίδα, τρυφερότητα. Αγκαλιάστε τα.

Όλα τα παραπάνω είναι συμβολικά και αναφέρονται τόσο σε εσάς και την προσπάθειά σας να επεξεργαστείτε τα συναισθήματά σας, όσο και στη σχέση σας με το παιδί σας και στην προσπάθειά σας να βοηθήσετε το παιδί σας να κατανοήσει τα δικά του, μια εργασία που απαιτεί υπομονή, χρόνο, διάθεση, αυθεντικότητα από μέρους σας (μην αφήνετε να επηρεάζεται η κατανόηση των συναισθημάτων του παιδιού σας από τα δικά σας συναισθήματα και το δικό σας βίωμα), αλλά κυρίως άνευ όρων αγάπη. Ενθαρρύνετε τα παιδιά να εκφράζονται μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, μέσα στη σχέση σας. Μην τα αφήνετε μόνα.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.singleparent.gr