«Μαμά, ο Γιώργος με χτύπησε!» Ο μικρός Ανδρέας πηγαίνει με βήμα γοργό στη μητέρα του. Κλαίει γοερά και είναι εμφανώς αναστατωμένος. Η μητέρα σηκώνεται και λέει: «Τι έπαθες;». Και ο Ανδρέας απαντά: «Με χτύπησε ο Γιώργος στο πόδι μου», ενώ συνεχίζει να κλαίει δυνατά. «Δεν πειράζει, ήταν πάνω στο παιχνίδι!», λέει η μαμά, μα ο Ανδρέας δεν ανακουφίζεται και δεν σταματά στιγμή να κλαίει. Έχει κοκκινίσει και κάτι δείχνει να περιμένει. Η μαμά του Γιώργου σηκώνεται και ρωτά τι συνέβη. Όμως η μητέρα του Ανδρέα την καθησυχάζει λέγοντας, ότι δεν συνέβη κάτι σπουδαίο. Ο Ανδρέας συνεχίζει να κλαίει στραμμένος στη μαμά του. Συνεχίζει να περιμένει κάτι. «Δεν έγινε τίποτα Ανδρέα μου, πήγαινε να συνεχίσεις το παιχνίδι». Ώσπου παρεμβαίνει κάποιος από την παρέα και με παιχνιδιάρικο τρόπο τραβά την προσοχή του Ανδρέα. Αρχικά δεν δείχνει να ανακουφίζεται γιατί το κλάμα συνεχίζεται, όμως εκείνος παίρνει το παιδί αγκαλιά και επιμένει να κάνει «παλαβωμάρες». Ο Ανδρέας σταματά να κλαίει και βάζει τα γέλια. Σύντομα είναι έτοιμος πάλι για παιχνίδι.

Τι είναι αυτό που περίμενε ο Ανδρέας από τη μαμά του; Τι τελικά έκανε τον Ανδρέα να συνεχίσει το παιχνίδι του; Τι μας κάνει να μην ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες ενός εμφανώς αναστατωμένου παιδιού;

Πράγματι ο Γιώργος χτύπησε τον Ανδρέα «πάνω στο παιχνίδι». Πράγματι ο Γιώργος δεν είχε κακή πρόθεση. Πράγματι το χτύπημα δεν ήταν σοβαρό. Όμως το χτύπημα στο πόδι του Γιώργου συνέβη. Τι έχει τελικά περισσότερο σημασία για το ίδιο το παιδί; Το αν συνέβη; Το πόσο αντικειμενικά σοβαρό, ήταν αυτό που συνέβη; Ή το πώς βίωσε το ίδιο το παιδί αυτό που συνέβη; Ως γονείς και μη δίνουμε σίγουρα σημασία στα δύο πρώτα. Ελέγχουμε τι συνέβη στην πραγματικότητα και έπειτα αξιολογούμε τη σπουδαιότητά του, για να είμαστε σίγουροι για τη σωματική ακεραιότητα του παιδιού. Ξεχνάμε όμως πολλές φορές το τρίτο. Ξεχνάμε να δώσουμε προσοχή, να αξιολογήσουμε, να κατανοήσουμε αυτό, που βίωσε το παιδί. Δίνουμε προσοχή στην «αντικειμενική» πραγματικότητα και λιγότερο σημασία στην «υποκειμενική» πραγματικότητα του παιδιού, στο βίωμά του μέσα από τα δικά του μάτια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ασχολούμαστε περισσότερο με τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών στο παιχνίδι και πολύ πιο σπάνια με τη συναισθηματική τους;

Πιθανές λανθασμένες αντιλήψεις:

> «Όταν χτυπάμε «πάνω στο παιχνίδι» δεν έγινε και τίποτα». Η αλήθεια είναι, πως κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μπορεί κάποιο παιδάκι να χτυπήσει από τυχαίους παράγοντες, από παράγοντες, που δεν σχετίζονται σε καμία περίπτωση με την πρόθεση κάποιου παιδιού να χτυπήσει κάποιο άλλο (φυσικά όχι πάντα). Ε και;! Μήπως αυτό σημαίνει, πως τελικά το παιδί δεν χτυπήθηκε; Σκεφτείτε, πώς θα αισθανόσασταν, αν σας χτυπούσαν στο γραφείο χωρίς πρόθεση, ενώ κάποιος μετακινούσε με δύναμη μια τροχήλατη συρταριέρα ακριβώς πάνω στο πόδι σας. Θα αισθανόσασταν για αρχή πόνο, πιθανά στη συνέχεια θυμό για την απροσεξία και σίγουρα κάτι θα περιμένατε από κάποιον. Τι είναι αυτό;

> «Η μητέρα του άλλου παιδιού θα παρεξηγηθεί». Φοβόμαστε ότι αν δώσουμε συνέχεια, θα φαίνεται σα να έχει γίνει μεγάλο θέμα και η μητέρα του άλλου παιδιού θα δυσαρεστηθεί. Αυτό δεν το θέλουμε. Είναι φίλη μου και δεν θέλω να αισθανθεί άσχημα. Αποφεύγω τις συγκρούσεις με ανθρώπους, που αγαπώ, γιατί φοβάμαι ότι θα τους χάσω. Δεν τη γνωρίζω και φοβάμαι μήπως έρθουμε σε αντιπαράθεση. Άλλωστε δεν είναι κομψό να τσακωνόμαστε για τα παιδιά. Τι θα πουν για μένα; Και άλλες τέτοιες δυσλειτουργικές σκέψεις, που δείχνουν ότι δυσκολευόμαστε να αυτορρυθμιστούμε, να ρυθμίσουμε δηλαδή δικές μας σκέψεις και συναισθήματα και που μας εμποδίζουν από το να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του παιδιού μας. Σκεφτείτε. Ακόμα κι αν για κάποιο λόγο, που δεν ξέρετε, η μητέρα του άλλου παιδιού δυσαρεστηθεί μαζί σας, θα έχει δίκιο; Θα έχει δίκιο να δυσαρεστείται από τη διάρκεια και τον τρόπο με τον οποίο έχετε επιλέξει να ασχοληθείτε με το παιδί σας; Τι σχέση έχει ο τρόπος που επικοινωνείτε με το παιδί σας με την άλλη μητέρα; Κι ακόμα αναρωτηθείτε: Ποια είναι η προτεραιότητά σας; Το παιδί σας, οι σκέψεις και τα συναισθήματα της άλλης μητέρας ή οι δικές σας σκέψεις και συναισθήματα για τις σκέψεις και τα συναισθήματα της άλλης μητέρας; Ποιου βίωμα έχει για εσάς σημασία εκείνη τη στιγμή; Το δικό σας, της άλλης μητέρας (για το οποίο φυσικά δεν μπορείτε να είστε σίγουρη αλλά και υπεύθυνη) ή του παιδιού σας;

«Δεν δίνω πολλή σημασία στα κλάματα και τα παράπονα, γιατί αυτά δείχνουν αδυναμία».  Είναι κοινή μεταξύ γονέων η αντίληψη, ότι το κλάμα και τα συνεχή παράπονα, που εκφράζονται, όταν τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με δυσκολίες, στην προκείμενη περίπτωση μετά από το χτύπημα του Ανδρέα, αποτελούν ένδειξη αδυναμίας του παιδιού. Η αδυναμία δεν είναι αρεστή. Κάποιοι γονείς λοιπόν επιλέγουν να κάνουν το παιδί τους πιο δυνατό δείχνοντας αδιαφορία στο κλάμα και τα συνεχή παράπονα του παιδιού. «Έλα, μην κλαις τώρα! Δεν είπαμε ότι δεν κλαίμε; Πήγαινε συνέχισε το παιχνίδι σου! Σταμάτα να κλαις, τα άλλα παιδιά θα σε κοροϊδεύουν…». Με τα λόγια και τις πράξεις τους, απαγορεύουν στο παιδί να εκφράζει το συναίσθημά του, να εκφράσει μια ανάγκη του, ενώ παράλληλα του μαθαίνουν να ντρέπεται για αυτά, που αισθάνεται αλλά και για τον τρόπο, που τα εκφράζει.

Δείτε το κάπως έτσι: Πράγματι το παιδί, που παραπονιέται, το παιδί, που κλαίει εκφράζει μια αδυναμία. Την αδυναμία του να διαχειριστεί μια κατάσταση, τη συμπεριφορά κάποιου ή τη δική του, τα συναισθήματά του, τις σκέψεις του. Τι μαθαίνει ένας γονέας στο παιδί του, όταν δεν το αφήνει να εκφράσει την ανάγκη του, αναφέρθηκε παραπάνω. Εκείνος όμως, που θα προσέξει το παιδί του, θα το ακούσει, θα το κατανοήσει, θα το σεβαστεί, θα το αποδεχθεί και θα το νιώσει είναι αυτός, που στην πραγματικότητα με κάθε αφορμή χτίζει βήμα-βήμα μέσα σε μια σχέση εμπιστοσύνης τη συναισθηματική νοημοσύνη του παιδιού του. Είναι εκείνος, που θα του δώσει μέσω της ενσυναίσθησης (κατανοώ όσα μου λες, αισθάνομαι όσα αισθάνεσαι, έχεις δίκιο, σε ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μου, θα είμαι εδώ για σένα κάθε φορά) τα εφόδια, για να διαχειριστεί το παιδί την επόμενη φορά μια δυσκολία της ζωής, τη συμπεριφορά κάποιου, που το «προσβάλλει», τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με τρόπο ιδανικό για εκείνο. Ποια άλλωστε είναι η κύρια πηγή μάθησης για το παιδί; Οι γονείς του.

Γιατί λοιπόν οι γονείς αποφεύγουν αυτή τους την ευθύνη; Γιατί έχουν κι εκείνοι μια δυσκολία να δουν, ότι τα δυσάρεστα συναισθήματα και η έκφρασή τους είναι κι αυτά καλά. Έχουν ένα πολύ καλό λόγο να υπάρχουν. Έχουν δυσκολία να έρθουν σε επαφή με αυτά, συνήθως αντιστέκονται ή αισθάνονται π.χ δυσφορία, που αισθάνονται δυσφορία. Πώς λοιπόν θα μπορέσει ένας γονέας να δει κάθε συναίσθημα, που εκφράζει το παιδί του, σαν κάτι καλό, όταν ο ίδιος δεν έχει καλή σχέση με τα δικά του συναισθήματα, δεν τα θεωρεί καλοδεχούμενα;

Ο μικρός Ανδρέας έτρεξε στη μαμά του για βοήθεια. Δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από αυτό, που θέλουμε όλοι στην καθημερινή μας επαφή με τους ανθρώπους σημαντικούς και μη για εμάς. Δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο και φυσικά τίποτα λιγότερο από το να τον καταλάβει η μαμά του. «Μαμά, κατάλαβέ με! Αισθάνομαι πόνο! Κάποιος με χτύπησε και αυτό είναι κάτι, που δεν το ήθελα.Δεν θέλω να χτυπάω, δεν θέλω να με χτυπάνε, γιατί πονάω στο σώμα μου. Πονάω όμως και μέσα μου βαθιά. Νιώθω αδικημένος!Γιατί να συμβεί αυτό σε μένα! Ξέρω ότι δεν ήθελε να με χτυπήσει, όμως συνεχίζω να πονάω και μέσα και έξω! Ο Ανδρέας δεν είχε τα λόγια να εκφράσει αυτά που ένιωθε, ούτε τον τρόπο να τα διαχειριστεί. Με τη λογική καταλάβαινε ότι το άλλο παιδάκι δεν είχε πρόθεση να τον χτυπήσει. Η λογική του όμως δεν μπορούσε να καταλαγιάσει μέσα του τον πόνο, τη θλίψη, την αδικία που ένιωθε. Ο Ανδρέας δεν ήξερε τον τρόπο, να διαχειριστεί τα συναισθήματά του. Έψαχνε τη μητέρα του. Αναζήτησε βοήθεια μέσα στη σχέση με τον πιο σημαντικό άνθρωπο στη ζωή του. Αναζήτησε κατανόηση και αποδοχή μέσα σε μια σχέση άνευ όρων αγάπης. Αυτό άλλωστε δεν σημαίνει σχετίζομαι; Κατανοώ τον άλλο, την ύπαρξή του, την ουσία του και αυτό αποδέχομαι. Η αγκαλιά, που πήρε από το μέλος της παρέας, τον ανακούφισε. Φαίνεται ότι με κάποιο τρόπο εκείνος κατάφερε να συγχρονιστεί με την ανάγκη του παιδιού. Η αγκαλιά ήταν γι’αυτό η κατανόηση και η αποδοχή, που ζητούσε για να μπορέσει να συνεχίσει. Είναι όμως αρκετό;

Όχι. Τα παιδιά έχουν ανάγκη, για να αναπτύσσονται φυσιολογικά για εκείνα, να έχουν μια σταθερή σχέση εμπιστοσύνης με έναν τουλάχιστο γονέα, που θα φροντίζει να είναι συγχρονισμένος με τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού και θα τις καλύπτει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μητέρα πρόδωσε στα μάτια του παιδιού της τη σχέση εμπιστοσύνης που έχουν, γιατί δεν κατανόησε την ανάγκη που της εξέφραζε, την ανάγκη του να το βοηθήσει να ρυθμίσει τα συναισθήματά του, να επεξεργαστεί και να κατανοήσει την πραγματικότητα, που μόλις βίωσε (και να τη φέρει ίσως στις σωστές της διαστάσεις), την ανάγκη του να μάθει από αυτό που έγινε, ώστε αυτή η εμπειρία να λειτουργήσει θετικά για αυτό.

Καλωσορίστε λοιπόν κάθε συναίσθημα! Πείτε του σε ευχαριστώ που ήρθες! Θα μάθω από εσένα…Μην αντιστέκεστε!