Αρκετό καιρό μετά τον πρώτο μου τοκετό, συνειδητοποίησα πως αυτό που βίωσα τότε, όταν γεννούσα την πρώτη λατρεμένη μου κόρη, ήταν ένα τραύμα. Ναι, μετά από αρκετούς μήνες κατάλαβα πως όλα όσα ένιωθα προέρχονταν από ένα γεγονός τελικά τραυματικό. Μετά από πολύ ψάξιμο μέσα μου, μετά από πολύ μελέτη, διαβάζοντας ένα άρθρο που «μου ήρθε» εντελώς αναπάντεχα ήρθα για πρώτη φορά «σε επαφή» με την έννοια «τραυματικός τοκετός». Μέχρι τότε ότι είχα βιώσει θεωρούσα πως ήταν δικό μου λάθος ή δική μου ανικανότητα να διαχειριστώ μια δύσκολη κατάσταση. Ερμηνεία που με κατέβαλε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ γιατί ενώ για 9 μήνες απολάμβανα μαζί με την κόρη μου τις υπνώσεις που απλόχερα μας πρόσφερε η αδελφή μου, η θεία Έλενα, αρκούσαν 5 λεπτά για να καταστρέψουν όσα είχαμε χτίσει για την ώρα που το μωρό μου θα ερχόταν στον κόσμο. Ενώ λοιπόν πήγαινα για να γεννήσω την κόρη μου με τη δύναμη και την ενέργεια που μόνο μια θεά θα μπορούσε να έχει (άλλωστε όλες δεν είμαστε;), η ενέργεια αυτή όχι μόνο χάθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα αλλά ότι ακολούθησε με προίκισε με ένα τριήμερο μετατραυματικό στρες και με ένα μωρό που ποτέ δεν καλωσόρισα.

Για εκείνους ήμουν η τέλεια επίτοκος. Δεν τους χρειάστηκα καθόλου στην πρώτη φάση του τοκετού, καθώς οι υπνώσεις και η αναπνοή ήταν σύμμαχοί μου (άλλωστε δεν ήταν καν εκεί). Από τη φύση μου άνθρωπος που δεν ακούγεται, ακολούθησα απλά όλα όσα ήξερα και ήθελα και όσα μου επέτρεπαν φυσικά οι όποιες συνθήκες να κάνω. Τη στιγμή που χρειάστηκα τη βοήθειά τους, αυτή δεν δόθηκε. Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές που ο πόνος και η αγωνία κορυφώνονταν, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε. Δεν έπαιρνα τη βοήθεια που χρειαζόμουν! Τη βοήθεια που ζητούσα. Που κάθε γυναίκα θα ήθελε και κάθε γυναίκα αξίζει να πάρει την ύστατη στιγμή. Μα δεν την πήρα και η επαφή με τον εαυτό μου και όχι με όσα συνέβαιναν χάθηκε. Γέννησα την κόρη μου μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά σαν καλός στρατιώτης. Μόνο που εγώ γεννώντας ήθελα να αναγεννηθώ, να γίνω μητέρα, να νιώσω μητέρα, να πλημμυρίσω με φως. Και αυτό φυσικά δεν έγινε. Γεννώντας η αγωνία δεν είχε τελειώσει, το ίδιο και ο πόνος, ένας πόνος βαθύς και καθόλου γνώριμος. Βλέποντας την κόρη μου, νιώθοντας το κορμάκι της πάνω μου, τίποτα δεν άλλαξε. » Αυτό τώρα είναι δικό μου;», ήταν η πρώτη σκέψη μου. Σκέψη που δεν ντρέπομαι να μοιραστώ και φυσικά ποτέ δεν θα ξεχάσω γιατί πήγαζε από το «ανεξέλεγκτο» που βίωνα. Πόνος ξανά, μα αυτή τη φορά πόνος συναισθηματικός. Δεν μπορούσα να το πιστέψω και φυσικά τότε δεν ήξερα το γιατί.

Η διάθεσή μου τις μέρες και μήνες που ακολούθησαν χαρακτηρίζονταν από ένα δίπολο- πόνος βαθύς και χαρά ανείπωτη (όχι ευτυχία όμως). Μέχρι που συνειδητοποίησα πως είχα κι εγώ έναν τραυματικό τοκετό, όπως κι άλλες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, που δεν μιλούν γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν και δεν έχουν τίποτα να πουν γιατί ο τοκετός «είναι μια μοναδική εμπειρία, μια υπέροχη εμπειρία», μια εμπειρία που δεν είναι δυνατόν να προκαλεί παρά μόνο υπέροχα, μαγικά, ονειρεμένα συναισθήματα. Και φυσικά μπορεί! Αλλά μια γυναίκα δεν θα τα βιώσει επειδή της επιβάλλεται από μια κοινωνία και την ακόλουθη κουλτούρα της να τα βιώσει αλλά επειδή γεννά σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο αισθάνεται ασφάλεια, επειδή υποστηρίζεται από ανθρώπους που καλύπτουν τις ανάγκες της, από ανθρώπους που κατανοούν την ιερότητα της στιγμής, τη σημασία που έχει για τη γυναίκα ο τοκετός για τη μετέπειτα ζωή της και για τη νέα ταυτότητα που αναδύεται (μητέρα), από ανθρώπους που σέβονται και αντιμετωπίζουν τον ίδιο τον τοκετό ως μια φυσική διαδικασία, που αν απλά αφεθούν να τους οδηγήσει και δεν χρηστούν εκείνοι a priori οδηγοί, ο τοκετός από τη φύση του θα χαρίσει στη μητέρα όχι μόνο ένα μωρό αλλά και- ήδη- ένα δεσμό, αφού η φύση προνοώντας με τη χημεία της βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση.

Ήρθε η ώρα λοιπόν να κάνω πράξη ένα από όσα συνιστούσε εκείνο το άρθρο να κάνουν οι μητέρες που βίωσαν ένα τραυματικό τοκετό: να γράψω ένα γράμμα στη νεογέννητη κόρη μου λέγοντάς της όσα θα ήθελα τότε να της πω.

Τρία χρόνια μετά και η μαμά τα κατάφερε! Δεν έχει σημασία ο χρόνος παρά μόνο η στιγμή. Αυτό που βιώνω τώρα, αυτό που θέλω να σου πω τώρα. Καλωσόρισες αγάπη μου, ήθελα τότε να σου πω. Να σε πάρω αγκαλιά, να σε βάλω στο στήθος μου, να σε νιώσω, να σε αισθανθώ πάνω στο κορμί μου για πρώτη φορά και να μείνουμε έτσι αγκαλιασμένες όσο το είχαμε ανάγκη. Όμως αλήθεια δεν έκανα τίποτα από αυτά. Παρά μόνο σε χάιδεψα φοβισμένα όσο ήσουν στην κοιλιά μου τρέμοντας μήπως και μου πέσεις. Όταν σε είδα για πρώτη φορά δεν ένιωσα ούτε χαρά, ούτε ευτυχία, ούτε ανακούφιση έστω. Τίποτα από όλα αυτά. Τίποτα από αυτά που ονειρευόμουν πως θα νιώσω, τίποτα από όλα όσα θα μπορούσε να νιώσει η μαμά σου για σένα. Ο φόβος με είχε κατακλύσει και αργότερα μια λύπη βαθιά και κρυφή για όσα είχα περάσει, για όσα είχα αισθανθεί, για όσα, όπως πίστευα τότε, δεν κατάφερα να κάνω. Πίσω από το χαμόγελό μου όταν έβλεπα τα ματάκια σου κι εσύ τα δικά μου υπήρχε για αρκετό καιρό ο πόνος που πήγαζε από την ίδια πάντα αντίληψη: «δεν τα κατάφερες, εσύ φταις». Δεν σου λέω όμως κάτι καινούργιο. Ξέρω καλά πως πάντα ένιωθες τον πόνο μου, τη λύπη μου, δεν ήξερες όμως το γιατί. Όχι δεν φταις εσύ. Εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα κι ας πέρασες μαζί μου το δικό μου πόνο για καιρό αρκετό. Μέχρι που το δικό σου φως τελικά τα κατάφερε. Πλημμύρισε το είναι μου, άλλαξε τη ζωή μου, με έμαθε τι σημαίνει να αγαπώ, να αποδέχομαι αυτό που είναι, να το ζω όπως είναι. Σ’αγαπώ. Η ευτυχία, η αγαλλίαση, ο έρωτας που δεν είχα αισθανθεί τότε, ήρθε καθώς ζούσα το άνθισμά σου μέρα με τη μέρα. Ναι, είμαι ευτυχισμένη που σε έχω στη ζωή μου. Είμαι ευτυχισμένη που είμαι η μαμά σου και εσύ η κόρη μου. Καλώς όρισες αγάπη μου! Καλώς να ορίζεις κάθε μέρα στο σπίτι μας! Ποιος δεν θα ήθελε το φως σου; Η μαμά σου σ’αγαπάει.

Αφιερωμένο σε όλες τις μητέρες που δεν μίλησαν ποτέ, που δεν ακούστηκαν ποτέ, που κανείς δεν τις κατάλαβε ή δεν ήθελε να τις καταλάβει. Αφιερωμένο σε όσες πενθούν για κάτι που έχασαν αλλά δεν βρέθηκε κανείς να τους πει: «Έχεις δίκιο, σε καταλαβαίνω. Πως αισθάνεσαι; Πες μου κι άλλα. Είμαι εδώ».